- πασιφανής
- πασιφανήςshiningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πασιφανής — ές, ΝΑ φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος. επίρρ... πασιφανώς Ν με ολοφάνερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + φανής (< φαίνω / φαίνομαι)] … Dictionary of Greek
ολοφανής — ές 1. ολοφάνερος, πασιφανής 2. (για σύστημα φωτισμού) αυτός που εκπέμπει ομοιόμορφα όλες τις ακτίνες του προς μία ορισμένη κατεύθυνση. επίρρ... ολοφανώς (Μ ὁλοφανῶς) ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + φανής (< φαίνω), πρβλ. πρωτο φανής] … Dictionary of Greek
πασίδηλος — η, ο / πασίδηλος, ον, ΝΜΑ φανερός σε όλους, πασιφανής, ολοφάνερος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πασίδηλο διεθν. δίκ. γεγονός του οποίου η απόδειξη δεν απαιτείται ως εκ τής αναμφισβήτητης διαδόσεως του διεθνώς, στα όρια δεδομένου κράτους ή σε… … Dictionary of Greek
περίδηλος — ον, ΜΑ κατάδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «περίδηλον, περιφανές, καλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δῆλος «φανερός» (πρβλ. έκ δηλος)] … Dictionary of Greek
πασίδηλος — η, ο ολοφάνερος, πασιφανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προφανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, ολοφάνερος, πασιφανής, καταφανής, τελείως φανερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)